Definify.com

Definition 2024


ιστορικός

ιστορικός

Greek

Adjective

ιστορικός (istorikós) m (feminine ιστορική, neuter ιστορικό)

  1. historical, historic

Declension

Related terms

Noun

ιστορικός (istorikós) m, f (plural ιστορικοί)

  1. historian

Declension