Definify.com

Definition 2024


υποχόνδριος

υποχόνδριος

Greek

Adjective

υποχόνδριος (ypochóndrios) m (feminine υποχόνδρια, neuter υποχόνδριο)

  1. hypochondriac, hypochondriacal

Declension

Noun

υποχόνδριος (ypochóndrios) m (plural υποχόνδριοι, feminine υποχόνδρια)

  1. (medicine) hypochondriac
  2. (anatomy) hypochondrium

Declension