Definify.com

Definition 2024


μειωτέος

μειωτέος

Greek

Noun

μειωτέος (meiotéos) m (plural μειωτέοι)

  1. (mathematics) minuend
    Στην αφαίρεση "10 - 8 = 2", το "10" είναι ο μειωτέος.
    In the subtraction "10 - 8 = 2", "10" is the minuend.

Declension

Antonyms

  • αφαιρετέος m (afairetéos)

See also