Definify.com

Definition 2024


αρμόδιος

αρμόδιος

See also: Ἁρμόδιος

Greek

Adjective

αρμόδιος (armódios) m (feminine αρμόδια, neuter αρμόδιο)

  1. in charge, responsible, competant
    Ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός δεν απάντησεα στα ερωτήματά μας.
    O kath' ýlin armódios ypourgós den apántisea sta erotímatá mas.
    The responsible minister did not answer our questions.
  2. (as a noun) responsible person

Declension