Definify.com

Definition 2024


αερόβιος

αερόβιος

Greek

Adjective

αερόβιος (aeróvios) m (feminine αερόβια, neuter αερόβιο)

  1. (biology, chemistry) aerobic
    αερόβιος μικροοργανισμός (aerobic microorganism)

Declension

Synonyms

Antonyms