Definify.com

Definition 2024


ἐργάζομαι

ἐργάζομαι

See also: εργάζομαι

Ancient Greek

Verb

ἐργάζομαι (ergázomai)

  1. I work, labour
  2. I work at, make
  3. I do, perform
  4. (with double accusative) I do something to someone; esp. do someone ill
  5. I work a material
  6. I earn by working
  7. I work at, practice
  8. I cause

Inflection

Derived terms

  • ἀνεργάζομαι (anergázomai)
  • ἀντεργάζομαι (antergázomai)
  • ἀπεργάζομαι (apergázomai)
  • διεργάζομαι (diergázomai)
  • ἐνεργάζομαι (energázomai)
  • ἐξεργάζομαι (exergázomai)
  • ἐπεργάζομαι (epergázomai)
  • κατεργάζομαι (katergázomai)
  • περιεργάζομαι (periergázomai)
  • προεργάζομαι (proergázomai)
  • προσεργάζομαι (prosergázomai)
  • συνεργάζομαι (sunergázomai)
  • ὑπεργάζομαι (hupergázomai)

Related terms

  • ἀνέργαστος (anérgastos)
  • ἐργασία (ergasía)
  • ἐργάσιμος (ergásimos)
  • ἔργασις (érgasis)
  • ἐργαστέον (ergastéon)
  • ἐργαστήρ (ergastḗr)
  • ἐργαστήριον (ergastḗrion)
  • ἐργαστής (ergastḗs)
  • ἐργαστικός (ergastikós)
  • ἔργαστρα (érgastra)
  • ἐργαστρίς (ergastrís)

Descendants

References