Definify.com

Definition 2024


ἀρόω

ἀρόω

Ancient Greek

Verb

ἀρόω (aróō)

  1. I plow, till
  2. I sow
  3. I beget
  4. (middle voice) I enjoy the fruits of tillage

Inflection

Derived terms

  • ἀρόσιμος (arósimos)
  • ἄροσις (árosis)
  • ἀροσμός (arosmós)
  • ἄροτρον (árotron)
  • ἀροτήρ (arotḗr)
  • ἀρότης (arótēs)
  • ἀροτικός (arotikós)
  • ἄροτος (árotos)
  • ἀροτός (arotós)
  • ἀροτρεύς (arotreús)
  • ἀροτρεύω (arotreúō)
  • ἄρουρα (ároura)

References