Definify.com

Definition 2024


τερματισμός

τερματισμός

Greek

Adjective

τερματισμός (termatismós) m (feminine τερματισμή, neuter τερματισμό)

  1. final, terminating
    γραμμή τερματισμούgrammí termatismoú ― finishing line

Declension

Related terms