Definify.com

Definition 2024


ταξιδιωτικός

ταξιδιωτικός

Greek

Adjective

ταξιδιωτικός (taxidiotikós) m (feminine ταξιδιωτική, neuter ταξιδιωτικό)

  1. traveller's, relating to travel

Declension

Related terms