Definify.com

Definition 2024


ταξιδιωτική_επιταγή

ταξιδιωτική επιταγή

Greek

Noun

ταξιδιωτική επιταγή (taxidiotikí epitagí) f (plural ταξιδιωτικές επιταγές)

  1. traveller's cheque (UK), traveler's check (US)

Declension

see: ταξιδιωτικός (taxidiotikós) and επιταγή (epitagí)

External links