Definify.com

Definition 2024


σύμπτωση

σύμπτωση

Greek

Noun

σύμπτωση (sýmptosi) f (plural συμπτώσεις)

  1. coincidence
  2. concurrence

Declension

Related terms

  • συμπίπτω (sympípto)
  • συμπτωματικός (symptomatikós)