Definify.com

Definition 2024


σωματικός

σωματικός

Greek

Adjective

σωματικός (somatikós) m (feminine σωματική, neuter σωματικό)

  1. physical, bodily, corporal (relating to the body)
    Έφυγα από τη μέση για να προστατέψω τη σωματική ακεραιότητά μου.Éfyga apó ti mési gia na prostatépso ti somatikí akeraiótitá mou. ― I got out of the way in order to protect my physical integrity.
    Ο κατάδικος δικάστηκε σε σωματική ποινή.O katádikos dikástike se somatikí poiní. ― The convict was sentenced to corporal punishment.

Declension

Related terms

Derived terms