Definify.com

Definition 2024


συγκριτικός

συγκριτικός

Greek

Adjective

συγκριτικός (synkritikós) m (feminine συγκριτική, neuter συγκριτικό)

  1. (grammar) comparative
    συγκριτικός βαθμός του επιθέτου (the comparative degree of the adjective)

Declension

See also

Noun

συγκριτικός (synkritikós) m (plural συγκριτικοί)

  1. (grammar) comparative
    ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)

Declension