Definify.com

Definition 2024


σεξουαλικός

σεξουαλικός

Greek

Adjective

σεξουαλικός (sexoualikós) m (feminine σεξουαλική, neuter σεξουαλικό)

  1. sexual

Declension

Derived terms

  • σεξουαλική αγωγή f (sexoualikí agogí, sex education)