Definify.com

Definition 2024


πτύσσω

πτύσσω

Ancient Greek

Verb

πτύσσω (ptússō)

  1. I fold
  2. (passive)
    • 95 CE – 165 CE, Appian, Civil Wars 4.72
    • 129 CE – 216 CE, Galen, Collected Works 18.826
    • 170 CE – 240 CE, Herodian, History of the Empire from the Death of Marcus 1.17.1
    • 460 BCE – 370 BCE, Hippocrates, On the Nature of the Woman 1.69
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 13.134
    • 497 BCE – 405 BCE, Sophocles, Fragments 872.3
  3. (middle voice) I fold myself around, wrap around

Inflection

Derived terms

  • ἀμφῐπτύσσομαι (amphiptússomai)
  • ἀνᾰπτύσσω (anaptússō)
  • ἀποπτύσσω (apoptússō)
  • δεκάπτῠχος (dekáptukhos)
  • δῐᾰπτύσσω (diaptússō)
  • δίπτῠχος (díptukhos)
  • ἐκπτύσσω (ekptússō)
  • ἑξάπτῠχος (hexáptukhos)
  • ἐπῐπτύσσω (epiptússō)
  • μονόπτῠχος (monóptukhos)
  • περιπτύσσω (periptússō)
  • πολύπτῠχος (polúptukhos)
  • προσπτύσσω (prosptússō)
  • σῠμπτύσσω (sumptússō)
  • τετράπτῠχος (tetráptukhos)
  • τρίπτῠχος (tríptukhos)
  • ὑποπτύσσω (hupoptússō)

Related terms

  • πτύγμᾰ (ptúgma)
  • πτυκτός (ptuktós)
  • πτύξ (ptúx)
  • πτύξῐς (ptúxis)
  • πτυχή (ptukhḗ)
  • πτύχιον (ptúkhion)
  • πτύχιος (ptúkhios)
  • πτῠχίς (ptukhís)
  • πτῠχώδης (ptukhṓdēs)

References