Definify.com
Definition 2025
προοδευτικός
προοδευτικός
Greek
Adjective
προοδευτικός • (proodeftikós) m (feminine προοδευτική, neuter προοδευτικό)
Declension
positive forms of προοδευτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | προοδευτικός | προοδευτική | προοδευτικό | προοδευτικοί | προοδευτικές | προοδευτικά |
| genitive | προοδευτικού | προοδευτικής | προοδευτικού | προοδευτικών | προοδευτικών | προοδευτικών |
| accusative | προοδευτικό | προοδευτική | προοδευτικό | προοδευτικούς | προοδευτικές | προοδευτικά |
| vocative | προοδευτικέ | προοδευτική | προοδευτικό | προοδευτικοί | προοδευτικές | προοδευτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προοδευτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προοδευτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | προοδευτικότερος | προοδευτικότερη | προοδευτικότερο | προοδευτικότεροι | προοδευτικότερες | προοδευτικότερα |
| genitive | προοδευτικότερου | προοδευτικότερης | προοδευτικότερου | προοδευτικότερων | προοδευτικότερων | προοδευτικότερων |
| accusative | προοδευτικότερο | προοδευτικότερη | προοδευτικότερο | προοδευτικότερους | προοδευτικότερες | προοδευτικότερα |
| vocative | προοδευτικότερε | προοδευτικότερη | προοδευτικότερο | προοδευτικότεροι | προοδευτικότερες | προοδευτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προοδευτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | προοδευτικότατος | προοδευτικότατη | προοδευτικότατο | προοδευτικότατοι | προοδευτικότατες | προοδευτικότατα |
| genitive | προοδευτικότατου | προοδευτικότατης | προοδευτικότατου | προοδευτικότατων | προοδευτικότατων | προοδευτικότατων |
| accusative | προοδευτικότατο | προοδευτικότατη | προοδευτικότατο | προοδευτικότατους | προοδευτικότατες | προοδευτικότατα |
| vocative | προοδευτικότατε | προοδευτικότατη | προοδευτικότατο | προοδευτικότατοι | προοδευτικότατες | προοδευτικότατα |