Definify.com
Definition 2024
ποιητικός
ποιητικός
Greek
Adjective
ποιητικός • (poiitikós) m (feminine ποιητική, neuter ποιητικό)
Declension
positive forms of ποιητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποιητικός | ποιητική | ποιητικό | ποιητικοί | ποιητικές | ποιητικά |
genitive | ποιητικού | ποιητικής | ποιητικού | ποιητικών | ποιητικών | ποιητικών |
accusative | ποιητικό | ποιητική | ποιητικό | ποιητικούς | ποιητικές | ποιητικά |
vocative | ποιητικέ | ποιητική | ποιητικό | ποιητικοί | ποιητικές | ποιητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποιητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποιητικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποιητικότερος | ποιητικότερη | ποιητικότερο | ποιητικότεροι | ποιητικότερες | ποιητικότερα |
genitive | ποιητικότερου | ποιητικότερης | ποιητικότερου | ποιητικότερων | ποιητικότερων | ποιητικότερων |
accusative | ποιητικότερο | ποιητικότερη | ποιητικότερο | ποιητικότερους | ποιητικότερες | ποιητικότερα |
vocative | ποιητικότερε | ποιητικότερη | ποιητικότερο | ποιητικότεροι | ποιητικότερες | ποιητικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ποιητικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποιητικότατος | ποιητικότατη | ποιητικότατο | ποιητικότατοι | ποιητικότατες | ποιητικότατα |
genitive | ποιητικότατου | ποιητικότατης | ποιητικότατου | ποιητικότατων | ποιητικότατων | ποιητικότατων |
accusative | ποιητικότατο | ποιητικότατη | ποιητικότατο | ποιητικότατους | ποιητικότατες | ποιητικότατα |
vocative | ποιητικότατε | ποιητικότατη | ποιητικότατο | ποιητικότατοι | ποιητικότατες | ποιητικότατα |
Related terms
- see: ποίηση f (poíisi, “poetry”)