Definify.com

Definition 2024


πάνω

πάνω

Greek

Alternative forms

 (Frequency comparison: πάνω (páno): 93%, επάνω (epáno): 7%, απάνω (apáno): 1%  source: Hellenic National Corpus , April 2012)

Adverb

πάνω (páno)

  1. above, on, up, upstairs
    Μη βάζεις τα πόδια σου πάνω στο τραπέζι!Mi vázeis ta pódia sou páno sto trapézi! ― Do not put your feet on the table!
    ο πάνω όροφοςo páno órofos ― the upper floor
    Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο πάνω/από πάνω από το δικό μου.
    To grafeío tou vrísketai éna órofo páno/apó páno apó to dikó mou.
    The office is one floor above mine.