Definify.com

Definition 2024


ορεκτικός

ορεκτικός

Greek

Adjective

ορεκτικός (orektikós) m (feminine ορεκτική, neuter ορεκτικό)

  1. appetising, tasty

Declension

Related terms

  • ορεκτικό n (orektikó, starter, appetiser, entrée)
  • ορεκτικό ποτό n (orektikó potó, aperitif)