Definify.com

Definition 2024


ξυρίζω

ξυρίζω

Greek

Verb

ξυρίζω (xyrízo) (simple past ξύρισα, passive form ξυρίζομαι)

  1. shave
    Ξυρίσε τα πόδια της.Xyríse ta pódia tis. ― She shaved her legs.
    Ξυρίζει το μούσι του.Xyrízei to moúsi tou. ― He shaves off his beard.

Conjugation

Related terms

  • ξύρισμα n (xýrisma)
  • στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό (sto télos xyrízoun to gampró)