Definify.com

Definition 2024


ξυρίζομαι

ξυρίζομαι

Greek

Verb

ξυρίζομαι (xyrízomai) (simple past ξυρίστηκα, active form ξυρίζω, passive)

  1. shave yourself
    Ξυρίστηκε και ντύθηκε.Xyrístike kai dýthike. ― He shaved and dressed.

Conjugation