Definify.com

Definition 2024


μάχομαι

μάχομαι

Ancient Greek

Alternative forms

  • μαχέομαι (makhéomai) Ionic

Verb

μάχομαι (mákhomai)

  1. (with dative) I make war, fight, battle
  2. I quarrel, wrangle, dispute
  3. I contend, compete

Inflection

Derived terms

  • ἀμφιμάχομαι (amphimákhomai)
  • ἀναμάχομαι (anamákhomai)
  • ἀντιμάχομαι (antimákhomai)
  • ἀπομάχομαι (apomákhomai)
  • διαμάχομαι (diamákhomai)
  • ἐμμάχομαι (emmákhomai)
  • ἐπιμάχομαι (epimákhomai)
  • καταμάχομαι (katamákhomai)
  • περιμάχομαι (perimákhomai)
  • προμάχομαι (promákhomai)
  • προσμάχομαι (prosmákhomai)
  • συμμάχομαι (summákhomai)
  • ὑπερμάχομαι (hupermákhomai)

Related terms

  • μάχαιρα (mákhaira)
  • μαχετέον (makhetéon)
  • μάχη (mákhē)
  • μαχήμων (makhḗmōn)
  • μάχηνδε (mákhēnde)
  • μαχητέον (makhētéon)
  • μαχητής (makhētḗs)
  • μαχητικός (makhētikós)
  • μαχητός (makhētós)

References