Definify.com

Definition 2024


κουφιοκέφαλος

κουφιοκέφαλος

Greek

Adjective

κουφιοκέφαλος (koufiokéfalos) m (feminine κουφιοκέφαλη, neuter κουφιοκέφαλο)

  1. empty-headed

Declension

See also