Definify.com
Definition 2025
θηλυπρεπής
θηλυπρεπής
Greek
Adjective
θηλυπρεπής • (thilyprepís) m (feminine θηλυπρεπής, neuter θηλυπρεπές)
- effeminate, girly
- (pejorative) camp, gay-acting
Declension
positive forms of θηλυπρεπής
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | θηλυπρεπής | θηλυπρεπής | θηλυπρεπές | θηλυπρεπείς | θηλυπρεπείς | θηλυπρεπή |
| genitive | θηλυπρεπούς | θηλυπρεπούς | θηλυπρεπούς | θηλυπρεπών | θηλυπρεπών | θηλυπρεπών |
| accusative | θηλυπρεπή | θηλυπρεπή | θηλυπρεπές | θηλυπρεπείς | θηλυπρεπείς | θηλυπρεπή |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θηλυπρεπής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θηλυπρεπής, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | θηλυπρεπέστερος | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστεροι | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
| genitive | θηλυπρεπέστερου | θηλυπρεπέστερης | θηλυπρεπέστερου | θηλυπρεπέστερων | θηλυπρεπέστερων | θηλυπρεπέστερων |
| accusative | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστερους | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
| vocative | θηλυπρεπέστερε | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστεροι | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θηλυπρεπέστερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | θηλυπρεπέστατος | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατοι | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
| genitive | θηλυπρεπέστατου | θηλυπρεπέστατης | θηλυπρεπέστατου | θηλυπρεπέστατων | θηλυπρεπέστατων | θηλυπρεπέστατων |
| accusative | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατους | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
| vocative | θηλυπρεπέστατε | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατοι | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
Antonyms
- ανδροπρεπής (androprepís, “manly”)
See also
- γυναικίσιος (gynaikísios, “womanly”)