Definify.com

Definition 2024


ευρύχωρος

ευρύχωρος

Greek

Adjective

ευρύχωρος (evrýchoros) m (feminine ευρύχωρη, neuter ευρύχωρο)

  1. spacious, roomy
  2. capacious

Declension

Antonyms

  • στενός (stenós)
  • στενόχωρος (stenóchoros)