Definify.com

Definition 2024


εξωμήτριος

εξωμήτριος

Greek

Adjective

εξωμήτριος (exomítrios) m (feminine εξωμήτριος or εξωμήτρια, neuter εξωμήτριο)

  1. (anatomy, medicine) extrauterine

Declension

Synonyms

Related terms