Definify.com

Definition 2024


ειδοποιούμαι

ειδοποιούμαι

Greek

Verb

ειδοποιούμαι (eidopoioúmai) (simple past ειδοποιήθηκα, active form ειδοποιώ, passive)

  1. passive of ειδοποιώ (eidopoió)

Conjugation