Definify.com

Definition 2024


διστακτικός

διστακτικός

Greek

Adjective

διστακτικός (distaktikós) m (feminine διστακτική, neuter διστακτικό)

  1. hesitant, timid

Declension

Related terms

  • διστακτικότητα f (distaktikótita, hesitation, diffidence)
  • δισταγμός m (distagmós, hesitation, pause, unwillingness)
  • διστάζω (distázo, to hesitate)