Definify.com

Definition 2024


βάρβαρος

βάρβαρος

See also: βαρβάρα

Ancient Greek

Adjective

βάρβαρος (bárbaros) m, f (neuter βάρβαρον); second declension

  1. non-Greek-speaking, foreign
    1. (in the plural) non-Greek peoples
      1. Medes or Persians
        • 430 BCE – 354 BCE, Xenophon, Anabasis 1.2.14
          καὶ λέγεται δεηθῆναι ἡ Κίλισσα Κύρου ἐπιδεῖξαι τὸ στράτευμα αὐτῇ: βουλόμενος οὖν ἐπιδεῖξαι ἐξέτασιν ποιεῖται ἐν τῷ πεδίῳ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων.
          And it is said that the Cilician [queen] asked Cyrus to show her his troops. So since he wanted to show them to her, he held a review of the Greeks and Persians in the field.
  2. barbaric, brutal, rude

Inflection

Derived terms

  • βαρβαρικός (barbarikós)
  • βαρβαριστί (barbaristí)
  • βαρβαρίζω (barbarízō)
    • βαρβαρισμός (barbarismós)
    • ὑποβαρβαρίζω (hupobarbarízō)
  • βαρβαρόφωνος (barbaróphōnos)
    • βαρβαροφωνέω (barbarophōnéō)
  • βαρβαρόομαι (barbaróomai)
  • ἐκβαρβαρόω (ekbarbaróō)
  • μιξοβάρβαρος (mixobárbaros)
  • μισοβάρβαρος (misobárbaros)

Descendants

References


Greek

Noun

βάρβαρος (várvaros) m (plural βάρβαροι)

  1. barbarian

Declension

Adjective

βάρβαρος (várvaros) m (feminine βάρβαρη, neuter βάρβαρο)

  1. barbarous, barbaric, uncivilised

Declension