Definify.com
Definition 2025
αποτελεσματικός
αποτελεσματικός
Greek
Adjective
αποτελεσματικός • (apotelesmatikós) m (feminine αποτελεσματική, neuter αποτελεσματικό)
Declension
positive forms of αποτελεσματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποτελεσματικός | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικοί | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
| genitive | αποτελεσματικού | αποτελεσματικής | αποτελεσματικού | αποτελεσματικών | αποτελεσματικών | αποτελεσματικών |
| accusative | αποτελεσματικό | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικούς | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
| vocative | αποτελεσματικέ | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικοί | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτελεσματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτελεσματικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποτελεσματικότερος | αποτελεσματικότερη | αποτελεσματικότερο | αποτελεσματικότεροι | αποτελεσματικότερες | αποτελεσματικότερα |
| genitive | αποτελεσματικότερου | αποτελεσματικότερης | αποτελεσματικότερου | αποτελεσματικότερων | αποτελεσματικότερων | αποτελεσματικότερων |
| accusative | αποτελεσματικότερο | αποτελεσματικότερη | αποτελεσματικότερο | αποτελεσματικότερους | αποτελεσματικότερες | αποτελεσματικότερα |
| vocative | αποτελεσματικότερε | αποτελεσματικότερη | αποτελεσματικότερο | αποτελεσματικότεροι | αποτελεσματικότερες | αποτελεσματικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αποτελεσματικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποτελεσματικότατος | αποτελεσματικότατη | αποτελεσματικότατο | αποτελεσματικότατοι | αποτελεσματικότατες | αποτελεσματικότατα |
| genitive | αποτελεσματικότατου | αποτελεσματικότατης | αποτελεσματικότατου | αποτελεσματικότατων | αποτελεσματικότατων | αποτελεσματικότατων |
| accusative | αποτελεσματικότατο | αποτελεσματικότατη | αποτελεσματικότατο | αποτελεσματικότατους | αποτελεσματικότατες | αποτελεσματικότατα |
| vocative | αποτελεσματικότατε | αποτελεσματικότατη | αποτελεσματικότατο | αποτελεσματικότατοι | αποτελεσματικότατες | αποτελεσματικότατα |
Related terms
- see: αποτέλεσμα (apotélesma, “effect, result”)