Definify.com

Definition 2024


απαρχαιωμένος

απαρχαιωμένος

Greek

Alternative forms

  • απηρχαιωμένος (apirchaioménos)

Participle

απαρχαιωμένος (aparchaioménos) m (feminine απαρχαιωμένη, neuter απαρχαιωμένο)

  1. archaic, obsolete
  2. old-fashioned, antiquated

Declension