Definify.com

Definition 2024


αξιοθρήνητος

αξιοθρήνητος

Greek

Adjective

αξιοθρήνητος (axiothrínitos) m (feminine αξιοθρήνητη, neuter αξιοθρήνητο)

  1. pitiful, pitiable
  2. deplorable

Declension

Synonyms