Definify.com
Definition 2025
αξιοθρήνητος
αξιοθρήνητος
Greek
Adjective
αξιοθρήνητος • (axiothrínitos) m (feminine αξιοθρήνητη, neuter αξιοθρήνητο)
Declension
positive forms of αξιοθρήνητος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αξιοθρήνητος | αξιοθρήνητη | αξιοθρήνητο | αξιοθρήνητοι | αξιοθρήνητες | αξιοθρήνητα |
| genitive | αξιοθρήνητου | αξιοθρήνητης | αξιοθρήνητου | αξιοθρήνητων | αξιοθρήνητων | αξιοθρήνητων |
| accusative | αξιοθρήνητο | αξιοθρήνητη | αξιοθρήνητο | αξιοθρήνητους | αξιοθρήνητες | αξιοθρήνητα |
| vocative | αξιοθρήνητε | αξιοθρήνητη | αξιοθρήνητο | αξιοθρήνητοι | αξιοθρήνητες | αξιοθρήνητα |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοθρήνητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοθρήνητος, etc.) |
|||||
Synonyms
- αξιολύπητος (axiolýpitos)