Definify.com
Definition 2025
αντικειμενικός
αντικειμενικός
Greek
Adjective
αντικειμενικός • (antikeimenikós) m (feminine αντικειμενική, neuter αντικειμενικό)
Declension
positive forms of αντικειμενικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντικειμενικός | αντικειμενική | αντικειμενικό | αντικειμενικοί | αντικειμενικές | αντικειμενικά |
| genitive | αντικειμενικού | αντικειμενικής | αντικειμενικού | αντικειμενικών | αντικειμενικών | αντικειμενικών |
| accusative | αντικειμενικό | αντικειμενική | αντικειμενικό | αντικειμενικούς | αντικειμενικές | αντικειμενικά |
| vocative | αντικειμενικέ | αντικειμενική | αντικειμενικό | αντικειμενικοί | αντικειμενικές | αντικειμενικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικειμενικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικειμενικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντικειμενικότερος | αντικειμενικότερη | αντικειμενικότερο | αντικειμενικότεροι | αντικειμενικότερες | αντικειμενικότερα |
| genitive | αντικειμενικότερου | αντικειμενικότερης | αντικειμενικότερου | αντικειμενικότερων | αντικειμενικότερων | αντικειμενικότερων |
| accusative | αντικειμενικότερο | αντικειμενικότερη | αντικειμενικότερο | αντικειμενικότερους | αντικειμενικότερες | αντικειμενικότερα |
| vocative | αντικειμενικότερε | αντικειμενικότερη | αντικειμενικότερο | αντικειμενικότεροι | αντικειμενικότερες | αντικειμενικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντικειμενικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντικειμενικότατος | αντικειμενικότατη | αντικειμενικότατο | αντικειμενικότατοι | αντικειμενικότατες | αντικειμενικότατα |
| genitive | αντικειμενικότατου | αντικειμενικότατης | αντικειμενικότατου | αντικειμενικότατων | αντικειμενικότατων | αντικειμενικότατων |
| accusative | αντικειμενικότατο | αντικειμενικότατη | αντικειμενικότατο | αντικειμενικότατους | αντικειμενικότατες | αντικειμενικότατα |
| vocative | αντικειμενικότατε | αντικειμενικότατη | αντικειμενικότατο | αντικειμενικότατοι | αντικειμενικότατες | αντικειμενικότατα |
Synonyms
- (abbreviation) αντικ. (antik.)
- (objective): αμερόληπτος (ameróliptos, “unbiased”)
Related terms
- αντικείμενο n (antikeímeno, “object”)
Antonyms
- υποκειμενικός (ypokeimenikós, “subjective”)