Definify.com

Definition 2024


ανθρώπινος

ανθρώπινος

Greek

Adjective

ανθρώπινος (anthrópinos) m (feminine ανθρώπινη, neuter ανθρώπινο)

  1. human
    το ανθρώπινο σώμαto anthrópino sóma ― the human body

Declension