Definify.com
Definition 2025
αλληθωρίζω
αλληθωρίζω
Greek
Verb
αλληθωρίζω • (allithorízo) (simple past αλληθώρισα)
Conjugation
αλληθωρίζω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | αλληθωρίζω | αλληθώριζα | θα αλληθωρίζω | να αλληθωρίζω | |
| 2s | αλληθωρίζεις | αλληθώριζες | θα αλληθωρίζεις | να αλληθωρίζεις | αλληθώριζε |
| 3s | αλληθωρίζει | αλληθώριζε | θα αλληθωρίζει | να αλληθωρίζει | |
| 1p | αλληθωρίζουμε, αλληθωρίζομε | αλληθωρίζαμε | θα αλληθωρίζουμε, αλληθωρίζομε | να αλληθωρίζουμε, αλληθωρίζομε | |
| 2p | αλληθωρίζετε | αλληθωρίζατε | θα αλληθωρίζετε | να αλληθωρίζετε | αλληθωρίζετε |
| 3p | αλληθωρίζουν, αλληθωρίζουνε | αλληθώριζαν, αλληθωρίζαν, αλληθωρίζανε | θα αλληθωρίζουν, αλληθωρίζουνε | να αλληθωρίζουν, αλληθωρίζουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | αλληθωρίσω | αλληθώρισα | θα αλληθωρίσω | να αλληθωρίσω | |
| 2s | αλληθωρίσεις | αλληθώρισες | θα αλληθωρίσεις | να αλληθωρίσεις | αλληθώρισε |
| 3s | αλληθωρίσει | αλληθώρισε | θα αλληθωρίσει | να αλληθωρίσει | |
| 1p | αλληθωρίσουμε, αλληθωρίσομε | αλληθωρίσαμε | θα αλληθωρίσουμε, αλληθωρίσομε | να αλληθωρίσουμε, αλληθωρίσομε | |
| 2p | αλληθωρίσετε | αλληθωρίσατε | θα αλληθωρίσετε | να αλληθωρίσετε | αλληθωρίστε |
| 3p | αλληθωρίσουν, αλληθωρίσουνε | αλληθώρισαν, αλληθωρίσαν, αλληθωρίσανε | θα αλληθωρίσουν, αλληθωρίσουνε | να αλληθωρίσουν, αλληθωρίσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω αλληθωρίσει | είχα αλληθωρίσει | θα έχω αλληθωρίσει | να έχω αλληθωρίσει | |
| 2s | έχεις αλληθωρίσει | είχες αλληθωρίσει | θα έχεις αλληθωρίσει | να έχεις αλληθωρίσει | |
| 3s | έχει αλληθωρίσει | είχε αλληθωρίσει | θα έχει αλληθωρίσει | να έχει αλληθωρίσει | |
| 1p | έχουμε αλληθωρίσει | είχαμε αλληθωρίσει | θα έχουμε αλληθωρίσει | να έχουμε αλληθωρίσει | |
| 2p | έχετε αλληθωρίσει | είχατε αλληθωρίσει | θα έχετε αλληθωρίσει | να έχετε αλληθωρίσει | |
| 3p | έχουν αλληθωρίσει | είχαν αλληθωρίσει | θα έχουν αλληθωρίσει | να έχουν αλληθωρίσει | |
| Participle: | αλληθωρίζοντας | Non-finite ‡ | αλληθωρίσει | 33, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||