Definify.com

Definition 2024


αισθητήριο_όργανο

αισθητήριο όργανο

Greek

Noun

αισθητήριο όργανο (aisthitírio órgano) n (plural αισθητήρια όργανα)

  1. (anatomy, biology) sense organ, sensory organ

Declension

see: αισθητήριος (aisthitírios) and όργανο (órgano)