Definify.com
Definition 2025
αηδιαστικός
αηδιαστικός
Greek
Adjective
αηδιαστικός • (aidiastikós) m (feminine αηδιαστική, neuter αηδιαστικό)
Declension
positive forms of αηδιαστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αηδιαστικός | αηδιαστική | αηδιαστικό | αηδιαστικοί | αηδιαστικές | αηδιαστικά |
| genitive | αηδιαστικού | αηδιαστικής | αηδιαστικού | αηδιαστικών | αηδιαστικών | αηδιαστικών |
| accusative | αηδιαστικό | αηδιαστική | αηδιαστικό | αηδιαστικούς | αηδιαστικές | αηδιαστικά |
| vocative | αηδιαστικέ | αηδιαστική | αηδιαστικό | αηδιαστικοί | αηδιαστικές | αηδιαστικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αηδιαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αηδιαστικός, etc.) |
|||||
Related terms
- see: αηδία f (aidía, “disgust”)