Definify.com

Definition 2024


αεροστεγής

αεροστεγής

Greek

Adjective

αεροστεγής (aerostegís) m (feminine αεροστεγής, neuter αεροστεγές)

  1. airtight, hermetic
    αεροστεγής συσκευασία (vacuum packaging)

Declension

Synonyms