Definify.com
Definition 2025
αδικοχαμένος
αδικοχαμένος
Greek
Adjective
αδικοχαμένος • (adikochaménos) m (feminine αδικοχαμένη, neuter αδικοχαμένο)
Declension
positive forms of αδικοχαμένος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αδικοχαμένος | αδικοχαμένη | αδικοχαμένο | αδικοχαμένοι | αδικοχαμένες | αδικοχαμένα |
| genitive | αδικοχαμένου | αδικοχαμένης | αδικοχαμένου | αδικοχαμένων | αδικοχαμένων | αδικοχαμένων |
| accusative | αδικοχαμένο | αδικοχαμένη | αδικοχαμένο | αδικοχαμένους | αδικοχαμένες | αδικοχαμένα |
| vocative | αδικοχαμένε | αδικοχαμένη | αδικοχαμένο | αδικοχαμένοι | αδικοχαμένες | αδικοχαμένα |