Definify.com

Definition 2024


αδιάλειπτος

αδιάλειπτος

Greek

Adjective

αδιάλειπτος (adiáleiptos) m (feminine αδιάλειπτη, neuter αδιάλειπτο)

  1. incessant, continuous

Declension

Synonyms

Related terms

  • αδιάλειπτα (adiáleipta, incessantly)