Definify.com

Definition 2024


αγαπητός

αγαπητός

See also: ἀγαπητός

Greek

Adjective

αγαπητός (agapitós) m (feminine αγαπητή, neuter αγαπητό)

  1. dear
    Αγαπητέ μου! (My dear)
  2. likable, lovable

Declension

Related terms

See also

  • φίλτατος (fíltatos, dearest)