Definify.com
Definition 2025
ψυχολογικός
ψυχολογικός
Greek
Adjective
ψυχολογικός • (psychologikós) m (feminine ψυχολογική, neuter ψυχολογικό)
Declension
 positive forms of ψυχολογικός
| number  case / gender  | 
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ψυχολογικός | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικοί | ψυχολογικές | ψυχολογικά | 
| genitive | ψυχολογικού | ψυχολογικής | ψυχολογικού | ψυχολογικών | ψυχολογικών | ψυχολογικών | 
| accusative | ψυχολογικό | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικούς | ψυχολογικές | ψυχολογικά | 
| vocative | ψυχολογικέ | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικοί | ψυχολογικές | ψυχολογικά | 
Related terms
- see: ψυχολογία f (psychología, “psychology”)