Definify.com

Definition 2024


φυλλοβόλος

φυλλοβόλος

Greek

Adjective

φυλλοβόλος (fyllovólos) m (feminine φυλλοβόλα, neuter φυλλοβόλο)

  1. deciduous
    Τα πλατάνια είναι φυλλοβόλα.
    Plane trees are deciduous

Declension

Antonyms