Definify.com

Definition 2024


φρεσκοστυμμένος

φρεσκοστυμμένος

Greek

Adjective

φρεσκοστυμμένος (freskostymménos) m (feminine φρεσκοστυμμένη, neuter φρεσκοστυμμένο)

  1. freshly squeezed
    φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκαλιούfreskostymménos chymós portokalioú ― freshly squeezed orange juice

Declension