Definify.com

Definition 2024


φθορία

φθορία

Ancient Greek

Noun

φθορῐ́ᾱ (phthoríā) f (genitive φθορῐ́ᾱς); first declension

  1. corruption, mischief

Declension

Derived terms

  • ἀρρενοφθορία (arrhenophthoría)

Related terms

  • ἀδιαφθορία (adiaphthoría)
  • ἀεμοφθορία (aemophthoría)
  • αἱλιφθορία (hailiphthoría)
  • ἁλιφθορία (haliphthoría)
  • ἀλληλοφθορία (allēlophthoría)
  • ἀφθορία (aphthoría)
  • βῐοφθορία (biophthoría)
  • ναυφθορία (nauphthoría)
  • οἰκοφθορία (oikophthoría)

References