Definify.com

Definition 2024


φαρμακώνομαι

φαρμακώνομαι

Greek

Verb

φαρμακώνομαι (farmakónomai) (simple past φαρμακώθηκα, active form φαρμακώνω, passive)

  1. passive of φαρμακώνω (farmakóno)

Conjugation