Definify.com
Definition 2024
υπόλογος
υπόλογος
Greek
Adjective
υπόλογος • (ypólogos) m (feminine υπόλογη, neuter υπόλογο)
Declension
positive forms of υπόλογος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπόλογος | υπόλογη | υπόλογο | υπόλογοι | υπόλογες | υπόλογα |
genitive | υπόλογου | υπόλογης | υπόλογου | υπόλογων | υπόλογων | υπόλογων |
accusative | υπόλογο | υπόλογη | υπόλογο | υπόλογους | υπόλογες | υπόλογα |
vocative | υπόλογε | υπόλογη | υπόλογο | υπόλογοι | υπόλογες | υπόλογα |