Definify.com

Definition 2024


υποκείμενο

υποκείμενο

Greek

Noun

υποκείμενο (ypokeímeno) n (plural υποκείμενα)

  1. (grammar) subject
    Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται πάντα σε ονομαστική πτώση!
    To ypokeímeno tou rímatos vrísketai pánta se onomastikí ptósi!
    The subject of the verb is always in the nominative case!

Declension

See also