Definify.com
Definition 2025
τουριστικός
τουριστικός
Greek
Adjective
τουριστικός • (touristikós) m (feminine τουριστική, neuter τουριστικός)
Declension
positive forms of τουριστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | τουριστικός | τουριστική | τουριστικό | τουριστικοί | τουριστικές | τουριστικά |
| genitive | τουριστικού | τουριστικής | τουριστικού | τουριστικών | τουριστικών | τουριστικών |
| accusative | τουριστικό | τουριστική | τουριστικό | τουριστικούς | τουριστικές | τουριστικά |
| vocative | τουριστικέ | τουριστική | τουριστικό | τουριστικοί | τουριστικές | τουριστικά |
Related terms
- see: τουρισμός m (tourismós, “tourism”)