Definify.com

Definition 2024


ταμείο

ταμείο

Greek

Noun

ταμείο (tameío) n (plural ταμεία)

  1. cash desk, checkout, cashier's desk
  2. box office, ticket office

Declension

Derived terms

Related terms

  • ταμίας m, f (tamías, cashier)
  • ταμειακός (tameiakós, cash, fiscal)
  • ταμιευτήριο n (tamieftírio, savings' bank)
  • ταμιευτήρας (tamieftíras, reservoir)